θεριακλής

θεριακλής
ο
(λ. τουρκ.), πληθ. -ήδες, θηλ. θεριακλίδισσα και θεριακλού μανιώδης σε κάτι (κάπνισμα, πιοτό κτλ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… …   Dictionary of Greek

  • τεριακλής — ο, Ν ο θεριακλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεριακλής] …   Dictionary of Greek

  • θεριακλίκι — και τεριακλίκι, το [θεριακλής] η ιδιότητα τού θεριακλή, το πάθος για κάτι, η μανία για κάτι …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”